Περισσότερη εκπαίδευση για λιγότερο λαϊκισμό

Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος

Οι ανοικτές κοινωνίες, για να μην υποκύψουν στους εχθρούς τους, χρειάζονται περισσότερα ανοικτά μυαλά, ικανά να συλλάβουν και να καταλάβουν τις πολύπλοκες πραγματικότητες της εποχής μας.

Όλες οι έρευνες το αποδεικνύουν σε Ευρώπη και Αμερική. Όσο πιο χαμηλό είναι το μορφωτικό, εκπαιδευτικό και εισοδηματικό επίπεδο μιας χώρας ή μιας περιοχής, τόσο πιο εύκολα και γρήγορα περνά και διαχέεται στους κόλπους της ο λαϊκισμός. Πιο απλά, τόσο ευκολότερα οι υπεραπλουστεύσεις γίνονται τρόπος ζωής και πολιτικής συμπεριφοράς.

Όπως έγραψε η καθηγήτρια Κάρλα Νορλόφ στην επιθεώρηση «Foreign Affairs» η διαπίστωση αυτή επαληθεύτηκε μέχρι κεραίας με την εκλογή Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, όπου όμως σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος του εκπαιδευτικού επιπέδου. Παράλληλα, ωστόσο, στην περίπτωση των ΗΠΑ, ο Τραμπ έφερε στο προσκήνιο μεταναστευτικά και φυλετικά κριτήρια, τα οποία για μια μακρά περίοδο είχαν ατονήσει. Άρα προσφέρονταν σε μια δεδομένη στιγμή για επίπεδη πολιτική εκμετάλλευση, όπως και αυτό συνέβη. Πιθανώς δε να ξανασυμβεί και στις προσεχείς αμερικανικές προεδρικές εκλογές.

Στην Ευρώπη, η παιδεία έχει αποδειχθεί σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης εκλογικών συσχετισμών. Για παράδειγμα, στη Σουηδία, στις εκλογές του 2018, το 35% των ψηφοφόρων, χωρίς απολυτήριο λυκείου και το 27% όσων είχαν μόνο πτυχίο λυκείου, υποστήριξαν τους λαϊκιστές δεξιούς Σουηδούς, σε σύγκριση με μόλις 9% των ατόμων με πανεπιστημιακό πτυχίο. Ο πολιτικός επιστήμονας Anders Sanoerstedt έδειξε ότι η σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και λαϊκισμού εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και όταν υπολογίζεται και το εισόδημα.

Στη Γαλλία, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν νίκησε την ακροδεξιά υποψήφια Marine Le Pen το 2017, κερδίζοντας σε περιοχές με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Κέρδισε το 84% των ψήφων στο ανώτερο 10% των δήμων κατά επίπεδο εκπαίδευσης. Στο κατώτατο δεκατημόριο κέρδισε μόλις 53%. Μετά τις ολλανδικές γενικές εκλογές του 2017, μια έρευνα από τους «Financial Times» έδειξε ότι τα επίπεδα εκπαίδευσης συσχετίζονταν αντιστρόφως ανάλογα με τη στήριξη του ακροδεξιού Κόμματος για την Ελευθερία, του Geert Wilders.

Μια ξεχωριστή έρευνα των «Financial Times» έδειξε ότι το ίδιο ισχύει και για την υποστήριξη του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παρόμοια τάση εμφανίζεται στη Γερμανία, αν και η παιδεία είναι λιγότερο σαφής προγνωστικός δείκτης της λαϊκιστικής υποστήριξης εκεί.

Ορισμένοι ακαδημαϊκοί ισχυρίστηκαν ότι το λαϊκιστικό κύμα αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες των ψηφοφόρων σχετικά με τη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας. Στην περίπτωση του Τραμπ, αυτό φαίνεται στην αντίθεσή του στην παράνομη μετανάστευση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι υποστηρικτές του Brexit ήθελαν «να πάρουν πίσω τον έλεγχο» της χώρας τους. Αλλά οι ανησυχίες για την κυριαρχία συχνά αφορούν την πραγματικότητα, τη φυλή ή την εθνικότητα.

Ακριβώς όπως η δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων με την E.E. συχνά εκδηλώνεται σε ξενοφοβία -σκεφτείτε τα στερεότυπα των σπάταλων Ελλήνων και των λιτών Γερμανών- είναι αδύνατο να παραβλεφθούν επίσης οι φυλετικοί τόνοι στη συζήτηση για τη μετανάστευση. Αν και το θέμα αυτό είναι πολυσύνθετο και σοβαρό και δεν σηκώνει επικίνδυνες υπεραπλουστεύσεις.

Όμως, οι παραπάνω τάσεις που περιγράψαμε αποδυναμώνονται στο μέτρο που ανεβαίνει το επίπεδο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και η είσοδος περισσότερων ανθρώπων σε αυτήν. Σημειώνεται όμως ότι η πρόσβαση περισσότερων ανθρώπων στο κολέγιο είναι σημαντική, αλλά n επίδραση των σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης έχει σημασία πέρα από τον σκέτο αριθμό των φοιτητών. Δεδομένου ότι οι ελίτ σχεδόν σε κάθε τμήμα της κοινωνίας έχουν πτυχία κολεγίων, τα πανεπιστήμια έχουν μεγάλη επίδραση στον πολιτισμό, την πολιτική, την οικονομία, την επιστήμη και τη δημόσια τάξη.

Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι οι ελίτ αυτές διαθέτουν και τις φιλελεύθερες αξίες που κινητοποιούν παραγωγικές και δημοκρατικές δυνάμεις σε μια κοινωνία. Ας μην ξεχνάμε ότι στο παρελθόν, πλήρως αντιδραστικές και απεχθείς δυνάμεις ξεπήδησαν μέσα από πανεπιστήμια.

Η παιδεία στην Ελλάδα από τους ανθρώπους του ολοκληρωτισμού που κυκλοφορούν και νέμονται τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα υποφέρουν. Όχι λίγες φορές, στους χώρους της μάθησης, οι εχθροί της κριτικής σκέψης έχουν τον πρώτο λόγο. Διαμορφώνουν τάσεις και συμπεριφορές, ερήμην της κοινωνικής και οικονομικής προοπτικής. Το μέλλον τους είναι ενοχλητικό, αδιάφορο και ευνοϊκό στη σκέψη που είναι ο μεγάλος εχθρός.

Αυτούς πρέπει να απομονώσουν οι φοιτητικές και πανεπιστημιακές κοινότητες αν πράγματι θέλουν να αποκτήσουν γνώσεις εν ελευθερία, δημοκρατία και πρόοδο.

Ο πολιτικός  επιστήμονας Anders Sanoerstedt έδειξε ότι η σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και λαϊκισμού εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και όταν υπολογίζεται και το εισόδημα.

 

πηγή