Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Global Action Plan for the Prevention and
Control of Noncommunicable Diseases 2013-2020), τα χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα όπως οι καρδιαγγειακές ασθένειες, οι καρκίνοι, οι χρόνιες πνευμονοπάθειες και ο σακχαρώδης διαβήτης ευθύνονται για το 63% των θανάτων παγκοσμίως. Οι κυριότεροι παράγοντες για την αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από τα εν λόγω νοσήματα είναι το κάπνισμα, οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, η ανεπαρκής σωματική δραστηριότητα και η κατάχρηση αλκοόλ. Όπως αναφέρεται στο European Food and Nutrition Action Plan 2015-2020 του Ευρωπαϊκού Γραφείου του Π.Ο.Υ., το αυξημένο σωματικό βάρος, η υπερβολική πρόσληψη ενέργειας, κορεσμένων και trans λιπαρών, ζάχαρης και αλατιού, καθώς και η ανεπαρκής κατανάλωση λαχανικών, φρούτων και προϊόντων ολικής άλεσης είναι βασικοί παράγοντες κινδύνου και πρέπει να αποτελέσουν ζητήματα προτεραιότητας. Επιπλέον, τα ποσοστά υπερβάλλοντος βάρους και παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους είναι πολύ υψηλά ιδιαίτερα στις χώρες της νότιας Ευρώπης.
Επιπρόσθετα, έρευνες των τελευταίων ετών δείχνουν ότι η οικονομική κρίση στις ανεπτυγμένες χώρες έχει μεταξύ άλλων επίπτωση στη διατροφή ιδιαίτερα των κοινωνικο -οικονομικά αδύναμων οικογενειών και των παιδιών τους και ότι, στις περιόδους αυτές οι
διατροφικές επιλογές παύουν να είναι υγιεινές και περιλαμβάνουν:
α) αυξημένη κατανάλωση συσκευασμένων τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα ζάχαρης, λιπαρών και αλατιού
β) αυξημένη κατανάλωση γρήγορου ή έτοιμου φαγητού
γ) μείωση της κατανάλωσης φρούτων, φρέσκων λαχανικών, ψαριών και κρέατος
Τέλος, θεωρείται ότι μια από τις κυριότερες αιτίες των χρόνιων νοσημάτων που συνδέονται με τη διατροφή είναι η απομάκρυνση από την ελληνική παραδοσιακή διατροφή και η κατανάλωση έτοιμου φαγητού.