17-01-19 Ομιλία Αν. Υπουργού Έρευνας και Καινοτομίας Κώστα Φωτάκη στην Ολομέλεια της Βουλής κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Συνέργειες Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας με τα Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, Παλλημνιακό Ταμείο και άλλες διατάξεις».
«Δυο καίρια ερωτήματα βρίσκονται στο επίκεντρο της σημερινής συζήτησης:
Ποιος είναι ο ρόλος της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης σήμερα; Ιδιαίτερα, μέσα στο αναδυόμενο περιβάλλον της μεταμνημονιακής εποχής και των ραγδαίων εξελίξεων στην Επιστήμη και την Τεχνολογία, το ερώτημα είναι πώς θα πρέπει να διαμορφωθεί το τοπίο στην Ανώτατη Εκπαίδευση και ποιες κατευθύνσεις πρέπει να έχει η Επιστημονική Έρευνα;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά αναδεικνύει γλαφυρά βασικές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις που υπάρχουν ως προς τα προτάγματα που πρέπει να εξυπηρετούν η Μάθηση και η Γνώση απέναντι στην Κοινωνία και την αναπτυξιακή προσπάθεια της Χώρας.
Μία άποψη που εκφράζεται εκτεταμένα από ένα μεγάλο μέρος της Αντιπολίτευσης συνδέει στενά και απόλυτα την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση με τη διαδικασία κατάρτισης με στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση.
Εδώ κυρίαρχο ρόλο παίζει η ″ζήτηση″, δηλαδή οι επιταγές που καθορίζουν οι ″ανάγκες της αγοράς″. Ανάγκες που έχουν συχνά ένα πρόσκαιρο και ρευστό χαρακτήρα, δημιουργώντας συνθήκες εγκλωβισμού και πιθανές παρενέργειες. Ταυτόχρονα η εκπαίδευση καθαυτή, γίνεται περισσότερο μηχανιστική και φροντιστηριακού τύπου, σε αντιδιαστολή με τη σύγχρονη απαίτηση για ανάπτυξη κουλτούρας κριτικής σκέψης.
Την κριτική σκέψη αναζητά σήμερα ακόμη και η αγορά.
Σύμφωνα με μια δεύτερη άποψη, η Πανεπιστημιακή Παιδεία, πρέπει να έχει έναν ευρύτερο χαρακτήρα, πρέπει να ξεπερνά τα όρια της απλής επαγγελματικής κατάρτισης, ώστε και αυτή η ίδια να αναβαθμίζεται ποιοτικά.
Η Πανεπιστημιακή Παιδεία πρέπει επίσης να συνδέεται με την μόρφωση και την μάθηση που ισχυροποιούν την Κοινωνία διευρύνοντας τους πνευματικούς της ορίζοντες. Η λέξη ″ακαδημαϊκότητα″ που εμπεριέχεται μέσα σε αυτή την διεργασία έχει μεγάλη βαρύτητα, έστω και αν συχνά αγνοείται.
Ως προς το σημείο αυτό μια μονοδιάστατη προσέγγιση που θα βασιζόταν μόνο στη ″ζήτηση″ σύμφωνα με τις πρόσκαιρες ανάγκες της αγοράς, θα μας αποστερούσε από σημαντικές εθνικές παρακαταθήκες. Παράδειγμα αποτελούν οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες που είναι συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα και σήμερα στηρίζονται ισότιμα από το ΕΛΙΔΕΚ.
Ή μήπως πρέπει να ακολουθήσουμε τον δρόμο των βρετανικών πανεπιστημίων που κλείνουν Σχολές Φιλοσοφίας και Ελληνικών Σπουδών γιατί δεν τις θέλει η αγορά;
Και κάτι ακόμη: η Πανεπιστημιακή Παιδεία είναι συνυφασμένη με την παραγωγή Γνώσης μέσα από την ελεύθερη Έρευνα που μαζί με την στοχευμένη Έρευνα που διεξάγεται στους Ερευνητικούς Φορείς της χώρας, οδηγούν στη διαμόρφωση Οικονομίας της Γνώσης, απελευθερώνουν και αξιοποιούν το εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό που διαθέτει η χώρα, τους νέους επιστήμονες και ερευνητές. Την Οικονομία της Γνώσης που παρέχει ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, δημιουργώντας προοπτικές και έμπνευση.
Αυτή την Πανεπιστημιακή Παιδεία επιδιώκουμε.
Έτσι οραματιζόμαστε το νέο τοπίο που ανατέλλει για τη χώρα στην μεταμνημονιακή εποχή.
Αυτούς τους στόχους υπηρετούν οι νομοθετικές παρεμβάσεις του Υπουργείου Παιδείας. Εδώ, οι αναδιατάξεις που γίνονται στο χάρτη της Ανώτατης Παιδείας και της Επιστημονικής Έρευνας διέπονται από ένα βασικό κριτήριο.
Οδηγούν οι προτεινόμενες συγχωνεύσεις ή οι διαχωρισμοί σε προστιθέμενη επιστημονική, κοινωνική και οικονομική αξία;
Προάγεται η επιστημονική ποιότητα και η επιδίωξη της αριστείας, αναβαθμίζονται οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και των Περιφερειών της;
Από την άποψη αυτή, θεωρώ ότι η μόχλευση που επιτυγχάνεται με το Νομοσχέδιο έχει θετικό πρόσημο σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα για τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ που εμπλέκονται.
Θα εστιάσω τώρα στα θέματα που αφορούν την Έρευνα και περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο.
Δυο είναι οι άξονες της ερευνητικής πολιτικής που έχουμε διαμορφώσει και υλοποιούμε:
Ο πρώτος αφορά την ενίσχυση της Έρευνας που εξυπηρετεί τις ανάγκες της υγιούς καινοτόμου επιχειρηματικότητας και της Κοινωνίας ευρύτερα. Είναι η Έρευνα που εμπεριέχει την έννοια της άμεσης χρηστικότητας και αποφέρει αποτελέσματα σχετικά σύντομα στηρίζοντας την υπάρχουσα Οικονομία.
Στον δεύτερο άξονα εντάσσεται η Έρευνα που προκύπτει από την επιστημονική περιέργεια, η οποία πολύ συχνά παραμελείται, αν και όπως έχει αποδείξει η ιστορία μπορεί να έχει θεαματικά αποτελέσματα στον μετασχηματισμό της Οικονομίας.
Οι δράσεις που υλοποιούμε απευθύνονται και στους δύο αυτούς άξονες.
Και θα ήθελα να τονίσω ότι, τα παραπάνω δεν είναι απλά σχήματα λόγου αλλά υποστηρίζονται έμπρακτα:
Γιατί για την Κυβέρνηση οι δαπάνες για την Έρευνα δεν αποτελούν κόστος αλλά επένδυση!
Δεν είναι τυχαίο ότι οι δαπάνες αυτές αυξάνονται συστηματικά κατά τα χρόνια αυτής της διακυβέρνησης και παρά την κρίση. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, το 2017 οι δαπάνες για την Έρευνα ξεπέρασαν τα 2 δις ευρώ, ή το 1,13% του ΑΕΠ ενώ τα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας πριν την κρίση, όπως το 2007 ήταν μόνο 1,3 δις ευρώ, αγγίζοντας το 0,58% του ΑΕΠ.
Η σύγκριση είναι αμείλικτη για τα πρότυπα ανάπτυξης τότε και τώρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν 255 νέες θέσεις εργασίας ερευνητικού προσωπικού στα ΕΚ μετά από δέκα χρόνια ξηρασίας.
Δεν είναι τυχαίο, για όσους μιλούν για επενδύσεις, ότι για πρώτη φορά στα χρονικά οι ετήσιες δαπάνες του Ιδιωτικού τομέα για την Έρευνα παρουσιάζουν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μια θεαματική αύξηση κατά 30% και εξισώνονται το 2017 με αυτές του Δημοσίου.
Μάλιστα η αύξηση αυτή προήλθε από ίδια έσοδα των επιχειρήσεων που επενδύουν στην Έρευνα προσβλέποντας στις θετικές προοπτικές που διαγράφονται για την ελληνική Οικονομία.
Τον δεύτερο άξονα της ερευνητικής πολιτικής, την ελεύθερη Έρευνα, προάγει το ΕΛΙΔΕΚ. Το ΕΛΙΔΕΚ είναι ένας νέος θεσμός, ένα είδος «ανεξάρτητης» αρχής για την Έρευνα, που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός. Είναι έργο αυτής της Κυβέρνησης που ουδείς το αποτόλμησε στο παρελθόν.
Αποσκοπεί στη στήριξη της ελεύθερης Έρευνας στα ΑΕΙ και ΕΚ και μέσω αυτής στην ενίσχυση κυρίως νέων επιστημόνων κι ερευνητών. Η αποφασιστικότητα της Κυβέρνησης για την επιτυχία και τη βιωσιμότητα του ΕΛΙΔΕΚ εκφράστηκε το τέλος του 2018 με πρόσθετη ενίσχυσή του ύψους 60 εκατ. ευρώ από το ΠΔΕ.
Η σύνοψη του έργου που έχει επιτελεσθεί στο ΕΛΙΔΕΚ στα δυο πρώτα χρόνια της λειτουργίας του είναι χαρακτηριστική.
Με την πολύτιμη αρωγή της ΓΓΕΤ, έγινε η διαχείριση 7012 ερευνητικών προτάσεων και διατέθηκαν, μετά από αξιολόγηση, 111 εκ. ευρώ σε περισσότερους από 1000 επιστήμονες για Έρευνα στα ελληνικά ΑΕΙ και ΕΚ. Τα στοιχεία αυτά είναι μοναδικά στα χρονικά της Έρευνας στη χώρα και ανακλώνται στα πρώτα δείγματα αναστροφής του Brain Drain που ήδη καταγράφονται.
Σαφώς το ΕΛΙΔΕΚ γεννά προκλήσεις, σαφώς υπάρχουν προβλήματα που δεν τα περιμέναμε.
Είναι προβλήματα που οφείλονται είτε στην καχυποψία που συνήθως υπάρχει για τον Δημόσιο τομέα, είτε στα νεωτερικά στοιχεία που περιέχει το ΕΛΙΔΕΚ ή σε προσωπικές φιλοδοξίες και τακτικισμούς που αφθονούν στον ακαδημαϊκό χώρο.
Στο πλαίσιο αυτό γίνονται βελτιωτικές παρεμβάσεις ως προς τις διαδικασίες που ακολουθούνται προκειμένου να ισχυροποιηθεί το κύρος του Ιδρύματος.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 35 καθορίζονται θέματα που αφορούν τη διαδικασία αξιολόγησης και θεσπίζονται οι θεματικές Ερευνητικές Επιτροπές, με στόχο την υποστήριξη του έργου των μελών του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΕΛΙΔΕΚ και την οικοδόμηση όρων εμπιστοσύνης κατά την αξιολόγηση ερευνητικών προτάσεων.
Ακολουθούν, στο άρθρο 36, ρυθμίσεις για τους ερευνητικούς φορείς με ιδιαίτερα σημαντική την Ίδρυση στο πλαίσιο του ΙΤΕ, Ινστιτούτου Πετρελαϊκής Έρευνας που θα λειτουργεί στα Χανιά. Πρόκειται για ένα νέο Ινστιτούτο εθνικής εμβέλειας για τη διεξαγωγή στοχευμένης Έρευνας σε έναν τομέα κομβικό για την ενεργειακή πολιτική της χώρας. Το Πολυτεχνείο Χανίων συνεργεί για τον σκοπό αυτό με το ΙΤΕ, παρέχοντας χώρους για τη στέγαση του Ινστιτούτου και αρχικές υποδομές προσθέτοντας αξία στο εγχείρημα, αποτελώντας λαμπρό παράδειγμα του ενιαίου χώρου Έρευνας-Παιδείας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το Ινστιτούτο θα εστιάσει σε τρείς κύριους άξονες :
Στην επιστημονική έρευνα σε τεχνικές εντοπισμού κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και παραγωγής πετρελαίου και στην μελέτη των προκαλούμενων περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Άλλες διατάξεις στο Άρθρο 36 αποσκοπούν στην καλύτερη λειτουργία των ΕΚ, όπως για παράδειγμα η θέσπιση της Ολομέλειας των Ινστιτούτων. Για πρώτη φορά συμμετέχει το σύνολο του προσωπικού, όλοι οι εργαζόμενοι, σε μια διαδικασία έγκυρης ενημέρωσης και ζύμωσης.
Η τρίτη κατηγορία ρυθμίσεων στο άρθρο 37 απλοποιεί σημαντικά τη διαδικασία για τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών μέχρι 10.000 ευρώ, μειώνοντας τη γραφειοκρατία στη διαχείριση ερευνητικών έργων.
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,
Κλείνω, επισημαίνοντας ότι το προς ψήφιση νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμη σοβαρό βήμα στη διαμόρφωση του νέου ακαδημαϊκού τοπίου της χώρας. Ενός τοπίου που μας φέρνει πιο κοντά στις σύγχρονες απαιτήσεις, δημιουργεί προοπτικές και ευκαιρίες σε υγιείς δυνάμεις που υπάρχουν κι επιτρέπει να προσβλέπουμε στις μέρες που έρχονται με αισιοδοξία».
Πηγή: Υπουργείο Παιδείας