Πώς να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά

Εμμανουήλ Κριαράς | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 09/11/2013 08:00 | εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Το ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο (όχι της αρχαίας γραμματείας από μεταφράσεις που διδάσκεται σήμερα) ήρθε και τελευταία σε ευρύτερη συζήτηση. Δυστυχώς, πολλοί από όσους μίλησαν περιορίστηκαν σε γενικές σκέψεις για την ωφέλεια που αποκομίζομε όσοι ξέρομε και την αρχαία γλώσσα. Λίγοι ασχολήθηκαν για τη διδασκαλία μαθήματος αρχαίας ελληνικής στο γυμνάσιο.
Τελευταία ο διαπρεπής συνάδελφός μου καθηγητής και ακαδημαϊκός κ. Κ. Δεσποτόπουλος («Καθημερινή» 22 Σεπτεμβρίου) υποστηρίζει δικαιολογημένα βέβαια τα οφέλη όλων μας από τη γνώση της αρχαίας γλώσσας, όμως, προχώρησε και στο ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας και μάλιστα στο γυμνάσιο. Οπως ξέρομε, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της παιδείας με κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή και με υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη απομάκρυνε τη διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας (επαναλαμβάνω της γλώσσας, όχι της γραμματείας) από το γυμνάσιο. Μεταγενέστερες δηλώσεις του Γεώργιου Ράλλη παρεξηγήθηκαν από το κοινό και από πολλούς λογίους· νομίστηκε ότι ο Ράλλης μετανόησε για το βασικό άλλωστε όρο της μεταρρύθμισης για την αρχαία γλώσσα, ενώ εκείνος ομολογεί σε γράμμα του σ’ εμένα, παρεξηγήθηκαν τα λόγια του· εκείνος συμφωνούσε μ’ εμένα. Τότε και εγώ είχα παρεξηγήσει, όπως και πολλοί άλλοι.
Σήμερα ο κ. Δεσποτόπουλος επανέρχεται στο πραγματικό νόημα των λόγων του Ράλλη και ουσιαστικά συμφωνεί με τις μεταγενέστερες πραγματικές δηλώσεις του: ότι δεν είχε μετανοήσει για την απομάκρυνση της διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας από το γυμνάσιο, αλλά για το ότι δεν προνόησε να υπάρχει για τους μαθητές του γυμνασίου μικρό εγχειρίδιο με αποσπάσματα από γραμματειακά κείμενα της όλης πορείας της αρχαίας γλώσσας ανά τους αιώνες ώστε ο ενδιαφερόμενος μαθητής να παίρνει μια γενική ιδέα αυτής της πορείας.
Νομίζω κι εγώ ότι η νέα έμμεση πρόταση του Ράλλη για το εγχειρίδιο και η συγκεκριμένη πρόταση του κ. Δεσποτόπουλου μπορεί να γίνει αποδεκτή ώστε το ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας να πάρει μια μορφή οριστική με το πνεύμα των δηλώσεων Ράλλη και Δεσποτόπουλου. Νομίζω, δίνεται μια ευκταία οριστική λύση στο θέμα που τόσο ορισμένους απασχόλησε. Μετά τη λύση αυτή το λύκειο πρέπει να διδάξει την αρχαία γλώσσα κατά τον καλύτερο παιδαγωγικά τρόπο. Υπονοείται, αλλά και υπογραμμίζεται ότι μια σωστή διδασκαλία της νέας ελληνικής στο γυμνάσιο δε γίνεται χωρίς μερικούς υπαινιγμούς κατάλληλους στην αρχαία γλώσσα για καλύτερη διαφώτιση των διδαγμάτων από τη νέα. Με την παραδοχή των παραπάνω έχω τη γνώμη ότι απομακρύνεται η γλωσσική σύγχυση των μαθητών που έρχονται ανώριμοι στην ίδια τους τη γλώσσα από το δημοτικό σχολείο.
Δεν παρέλκει, νομίζω, να κάνω λόγο και για άλλα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη συζήτηση για το θέμα. Αναφέρομαι στο άρθρο του κ. Δημοσθένη Κούρτοβικ («ΝΕΑ» 28-29.9) με χαρακτηριστικό μάλιστα τίτλο «Εμείς το γράμμα, οι άλλοι [=οι ξένοι] το πνεύμα». Αφορμή για το άρθρο του έχει πρόσφατο ιστορικό για το γλωσσικό μας ζήτημα βιβλίο του νεοελληνιστή Αγγλου καθηγητή Paul Mackridge. Δεν το κρίνει, αλλά ασχολείται και αυτός με τη διδασκαλία του μαθήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Υποστηρίζει σωστά ότι η ίδια αυτή μορφή της ελληνικής γλώσσας «δε συνιστά μια γλώσσα ενιαία και αδιαίρετη, όπως διακηρύσσουν μερικοί». «Ο συντηρητισμός», κατά την άποψή του, χαρακτήριζε «ζωντανή γλώσσα τις βάρβαρες προσμίξεις και αλλοιώσεις που έχει υποστεί στους αιώνες». Για τον κ. Κούρτοβικ, πολύ λογικό είναι και τα παιδιά «να εμπεδώσουν το δίδαγμα ότι η γλώσσα τους είναι θυγατέρα της αρχαίας» και το μάθημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας να «γίνει υποχρεωτικό στο λύκειο μόνο»· τελικά συμπεραίνει ότι «όσο μεγάλο όγκο στην εκπαίδευση έχει η αρχαία Ελλάδα ως γλωσσικό μάθημα, τόσο θα συρρικνώνεται στη διδασκαλία η συμβολή της σε όλα τα πεδία του πνεύματος».
Τώρα, σχετικά με την προβολή λεπτομερειών στη γραφή, όπως η χρησιμοποίηση του συνδέσμου «δε» («μεν-δε»), και μάλιστα τερατωδώς ορθογραφημένου (, δε, ), ακόμη και η χρησιμοποίηση του ν του δεν μπροστά από ορισμένα σύμφωνα, που άλλοι τα παραλείπουν και οι άλλοι το γράφουν, αυτά αποτελούν για μένα ασήμαντες λεπτομέρειες της γραφής της νέας ελληνικής.
Ο κ. Αθ. Δημουλάς γράφει σωστά σε δημοσίευμα της «Καθημερινής» (22 Σεπτεμβρίου, περιοδικό Κ, τεύχος 508, σελ. 26-9): «Μήπως δίνουμε υπερβολική σημασία στη διατύπωση [= ζωντανή γλώσσα] και πρέπει να ασχοληθούμε με την ουσία;». Παράλληλα, η γλωσσολόγος καθηγήτρια Μάρω Κακριδή-Φερράρι («Καθημερινή», ό.π. σελ. 24) σωστά υποστηρίζει ότι «η διδασκαλία του πολιτισμού αυτού [= του αρχαίου ελληνικού) δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη διδασκαλία της γλώσσας που τον εξέφρασε». Σωστή είναι και η άποψή της ότι «ο καθορισμός της νεοελληνικής μας ταυτότητας εξαρτάται από τη φαντασιακή μας σχέση με το αρχαίο κάλλος και διαμεσολαβείται από προσωπικούς παράγοντες».
Η καθηγήτρια Ελλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου («Καθημερινή» 29.9.2013) μας υπενθυμίζει την «καλή και άγια» για την εποχή που διατυπώνεται, και σωστή, μεταρρυθμιστική πρόταση της κυβέρνησης Γεώργιου Παπανδρέου (1964-65) με σύμβουλο τον Ευάγγελο Παπανούτσο να διδάσκονται στο γυμνάσιο αρχαία κείμενα και στις τρεις τάξεις του από μεταφράσες. Ομως δεν αποτολμήθηκε τότε η απομάκρυνση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από την τρίτη τάξη του γυμνασίου, περιορίστηκε η κατάργησή της μόνο στις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Διερωτώμαι σήμερα που τα παιδιά έρχονται στο γυμνάσιο – κατά πλειονότητα – ανώριμα στη δική τους γλώσσα, τη νέα ελληνική, πώς είναι δυνατόν να μην πάθουν σύγχυση διδασκόμενα αρχαία ελληνική γλώσσα – όσο κι αν είναι τα αρχαία κοντινά (ή ακριβώς επειδή είναι κοντινά από πολλές πλευρές) στη δική τους γλώσσα, τη νέα ελληνική; Η παλαιά εκείνη πρόταση του 1964-65 είναι ανεδαφική για τις σημερινές μας συνθήκες.
Υπογραμμίζω τέλος την ορθότητα του άρθρου του καθηγητή Γιώργου Παπαναστασίου διευθυντή του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη («Ελευθεροτυπία») ότι «είναι πραγματικά πρωτοφανές να πιστεύουμε – και μάλιστα να το θέτουμε ως στόχο της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής – ότι η εκμάθηση ενός παλαιότερου σταδίου μιας γλώσσας βοηθάει στην καλύτερη γνώση της σημερινής μορφής της. Γνωρίζει κανείς κανένα γαλλικό, ισπανικό ή ιταλικό σχολείο, στο οποίο οι μαθητές να διδάσκονται τα λατινικά, με στόχο την καλύτερη γνώση της γαλλικής, της ισπανικής ή της ιταλικής αντίστοιχα;».

Ο Εμμανουήλ Κριαράς είναι φιλόλογος, ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ